- ἀνθικά
- ἀνθικόςfloweringneut nom/voc/acc plἀνθικά̱ , ἀνθικόςfloweringfem nom/voc/acc dualἀνθικά̱ , ἀνθικόςfloweringfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ετερομερής — ές (Α ἑτερομερής, ές) νεοελλ. 1. αυτός που αποτελείται από ανόμοια ή μη ανάλογα μέρη, ο ανομοιομερής 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ετερομερή α) άνθη τών οποίων τα ανθικά μόρια αποτελούνται από διάφορα τμήματα β) παλαιότερος όρος που αναφερόταν σε … Dictionary of Greek
θαλαμανθή — τα πρωτόγονα δικοτυλήδονα φυτά, με ανθικά μόρια τοποθετημένα χωριστά σε κυρτή ανθοδόχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμος + ανθής (< άνθος), πρβλ. ψυχ ανθή] … Dictionary of Greek
μαρκετερί — η 1. τεχνική που χρησιμοποιείται συνήθως στη διακόσμηση επίπλων τέχνης και που συνίσταται στην επικόλληση ή επένθεση μικρών τεμαχίων από λεπτά φύλλα άλλου ξύλου, από ελεφαντοστό, μπρούντζο κ.ά. ύλες στην επιφάνειά τους, από τα οποία προκύπτουν… … Dictionary of Greek
ωρίμαση — Το σύνολο των φυσικοχημικών διεργασιών, που παρεμβαίνουν στον μετασχηματισμό της ωοθήκης του άνθους, μετά τη γονιμοποίηση· από το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο παράγονται το έμβρυο, το ενδοσπέρμιο και τα καλύμματα του σπέρματος· από το καρπόφυλλο και … Dictionary of Greek
φούντα — η (λ. λατ.) 1. θύσανος: Η φούντα του φεσιού. 2. είδος τσαμπιού λουλουδιών με μακριά και απλωμένα ανθικά πλοκάμια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)